- ἰλλωπίζω
- ἰλλ-ώπτω, u. ἰλλ-ωπέω, u. ἰλλ-ωπίζω, die Augen verdrehen, blinzeln, liebäugeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιλλωπίζω — ἰλλωπίζω (Α) ιλλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + ωπίζω (< ωψ < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. καλλ ωπίζω, μυ ωπίζω] … Dictionary of Greek
ιλλωπώ — ἰλλωπῶ, έω (Α) ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ωπῶ (< ωπος < ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ ωπώ, οξυ ωπώ] … Dictionary of Greek
ιλλώπτω — ἰλλώπτω (Α)·. ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ώπτω (πρβλ. ηρ ώπτω, σκ ώπτω)] … Dictionary of Greek